κλινόκοσμοι

κλινόκοσμοι
κλῑνό-κοσμοι, οἱ,
A officials who arranged κλῖναι for ceremonies, AEM19.224 ([place name] Constanza).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κλινόκοσμοι — κλινόκοσμοι, οἱ (Α) υπάλληλοι που είχαν ως έργο την τακτοποίηση τών δειπνητικών κλινών κατά τις τελετές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + κόσμος «στολισμός, τακτοποίηση»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”